- κάχ'
- κάκαι , κάκηwickednessfem nom/voc plκάκᾱͅ , κάκηwickednessfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καχ' — κακά , κακός bad neut nom/voc/acc pl κακά̱ , κακός bad fem nom/voc/acc dual κακά̱ , κακός bad fem nom/voc sg (doric aeolic) κακέ , κακός bad masc voc sg κακαί , κακός bad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
ευέκτης — εὐέκτης, ὁ (Α) 1. υγιής, δυνατός, εύρωστος (α. «τὸ δὲ σῶμα εὐέκτης», Αριστοφ. β. [και ως επίθ.] «εὐέκται ἀθληταί», Φίλ.) 2. ο πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκτης (< έχω), πρβλ. καχ έκτης, πλεον έκτης] … Dictionary of Greek
καθέκτης — ο (Μ καθέκτης) 1. καταπακτή, οριζόντια πόρτα πάνω σε δάπεδο, η οποία εμποδίζει την κάθοδο σε υπόγειο, γκλαβανή 2. ναυτ. χαμηλό υπόστεγο που βρίσκεται πάνω από κάθε σκάλα καθόδου από το κατάστρωμα πλοίου προς το κύτος του, για να προστατεύει από… … Dictionary of Greek
καλλιεξία — καλλιεξία, ἡ (Μ) η εύστοχη διατύπωση, η ακρίβεια στην έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + εξία (< εκ τός < έχω), πρβλ. ευ εξία, καχ εξία] … Dictionary of Greek
καχέκτης — καχέκτης, ὁ, θηλ. καχέκτις (Α) 1. καχεκτικός 2. φρ. «καχέκται καὶ στασιώδεις» ή «καχέκται καὶ κινητικοί» δυσαρεστημένοι με το πολίτευμα ή με την πολιτική κατάσταση και έτοιμοι να προκαλέσουν στάσεις και πολιτικές μεταβολές (Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
καχέσπερος — καχέσπερος, ον (Μ) αυτός που έχει κακή, σκοτεινή εσπέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *) + έσπερος (< ἕσπερος), με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου (πρβλ. ακρ έσπερος, φιλ έσπερος)] … Dictionary of Greek
καχήμερος — καχήμερος, ον (Α) αυτός που ζει άθλια, που περνά κακές μέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο ήμερος, ολ ήμερος] … Dictionary of Greek
καχελκής — καχελκής, ές (Α) αυτός που έχει κακό έλκος, πληγή που δύσκολα θεραπεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ἑλκής (< ἕλκος), πρβλ. δυσ ελκής, ευ ελκής] … Dictionary of Greek
καχεξής — καχεξής, ές (Α) ο καχεκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ό) (πρβλ. κακ[ο] *) + ἑξῆς (< ἕξω μέλλων τού ἔχω)] … Dictionary of Greek